- κλεφτόπουλο
- τοθηλ. κλεφτοπούλα, νεαρός «κλέφτης» στην τουρκοκρατία: Χορεύουν τα κλεφτόπουλα, γλεντάνε τα καημένα, κ' ένα μικρό κλεφτόπουλο δεν παίζει, δε χορεύει (δημ. τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.